λάσπωμα

λάσπωμα
το, -ατος
άλειμμα ή λέρωμα με λάσπη: Το λάσπωμα των δρόμων δημιούργησε κυκλοφοριακό χάος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”